κωλόκουρο

κωλόκουρο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κωλόκουρο" в других словарях:

  • κωλόκουρο — το 1. μαλλί δεύτερης ποιότητας που προέρχεται από τους μηρούς και την ουρά τού προβάτου 2. μτφ. δωροδοκία κάποιου για να μη συμμετάσχει σε δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + κουρο (< κουρά)] …   Dictionary of Greek

  • κωλοκουρίδι — το κωλόκουρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»