κωλόκουρο
Смотреть что такое "κωλόκουρο" в других словарях:
κωλόκουρο — το 1. μαλλί δεύτερης ποιότητας που προέρχεται από τους μηρούς και την ουρά τού προβάτου 2. μτφ. δωροδοκία κάποιου για να μη συμμετάσχει σε δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + κουρο (< κουρά)] … Dictionary of Greek
κωλοκουρίδι — το κωλόκουρο … Dictionary of Greek